Ο μύθος ξεκινάει από την Αιθιοπία όταν, εκεί, ο βοσκός Kaldi παρατήρησε ότι όταν οι κατσίκες του έτρωγαν κόκκους από ένα συγκεκριμένο δέντρο γίνονταν πιο ζωηρές. Το δέντρο αυτό ήταν το καφεόδεντρο το οποίο «πέρασε» απέναντι, στην Αραβική χερσόνησο, μεταξύ του 575 μ.X. και 850 μ.X. – το «πώς» παραμένει ασαφές. Ίσως μετέφεραν σπόρους οι Αφρικανικές φυλές που μετανάστευαν βόρεια, από την Κένυα και την Αιθιοπία στην Αραβική χερσόνησο. Εκεί, άρχισε η εξέλιξη του ροφήματος (η λέξη coffee σημαίνει ρόφημα και προέρχεται από την αραβική kahwa). Πρώτοι οι μοναχοί το προτιμούσαν γιατί διαπίστωσαν ότι τους κρατούσε ξύπνιους κατά τη διάρκεια των νυχτερινών προσευχών. Στις αρχές του 17ου αιώνα, πρώτοι οι Ολλανδοί μεταναστεύουν το δέντρο από την Αραβική χερσόνησο και επιχειρούν καλλιέργεια στην αποικία τους, την Ιάβα. Αργότερα, το πήραν οι Γάλλοι και το έκαναν αναπαραγωγή στην νήσο Reunion (στον Ινδικό Ωκεανό).
Ύστερα έρχεται φυσικά στον Νέο Κόσμο όπου και δημιουργούνται τεράστιες φυτείες με καφεόδεντρα. Το δέντρο του καφέ φύεται στις χώρες που βρίσκονται μεταξύ των Τροπικών Καρκίνου και Αιγόκερου καθώς λόγω κλίματος, υψηλών θερμοκρασιών και έντονων βροχοπτώσεων επιτρέπεται και ευνοείται η καλλιέργεια του. Ο κάθε τύπος καφέ (ελληνικός – φίλτρου – εσπρέσο) προκύπτει από τη διαφορετική επεξεργασία ψησίματος (φρύξη) των κόκκων, του τρόπου άλεσης και της μεθόδου παρασκευής. Οι κόκκοι του καφέ διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο της καλλιέργειάς τους (κλιματολογικές συνθήκες – υψόμετρο – έδαφος). Η δοκιμή της γεύσης (cupping) γίνεται από ειδικούς ενώ το προϊόν αξιολογείται μετά από δοκιμές πολλών φλιτζανιών. Οι τιμές του ωμού καφέ διαμορφώνονται στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου.